Ο ποιητής και πεζογράφος των μεγάλων οριζόντων, Νίκος Καββαδίας, γεννήθηκε μια μέρα σαν σήμερα, στις 11 Ιανουαρίου 1910
(φωτογραφία από το βιβλίο του Μιχάλη Γελασάκη Νικος Καββαδίας / ο αρμενιστής ποιητής, εκδόσεις ΑΓΡΑ 2018)
Ο ποιητής και πεζογράφος Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στην επαρχιακή πόλη Νίκολσκι Ουσουρίσκι, του Χαρμπίν στη Μαντζουρία, από γονείς Κεφαλλονίτες που ήρθαν το 1914 μετά την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και εγκαταστάθηκαν στο Αργοστόλι.
Στη συνέχεια η οικογένεια εγκαθίσταται στον Πειραιά όπου ο μικρός Νίκος στο δημοτικό έχει συμμαθητή τον Γιάννη Τσαρούχη, ενώ στο γυμνάσιο γνωρίζει τον συγγραφέα και ιατρό του Πολεμικού Ναυτικού Παύλο Νιρβάνα.
Στα 18 του χρόνια αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας.
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή αλλά δεν συνεχίζει καθώς με το θάνατο του πατέρα του αναγκάζεται να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο, συνεχίζοντας πάντα να συνεργάζεται με φιλολογικά περιοδικά μέχρι τη μέρα που βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και μπαρκάρει ως “ναυτόπαις” στο φορτηγό “Άγιος Νικόλαος”
Το 1934, η οικογένεια μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα και το σπίτι της γίνεται τόπος συγκέντρωσης λογοτεχνών, ζωγράφων και ποιητών. Ο Καββαδίας την εποχή εκείνη περιγράφεται ως ένας λιγομίλητος απλός άνθρωπος, ατημέλητος, χαριτωμένος, εγκάρδιος, με ανεξάντλητο χιούμορ, αγαπητός στους πάντες.
Το 1938 στρατεύεται και υπηρετεί στην Ξάνθη, ενώ στη διάρκεια της Κατοχής, ο Καββαδίας περνάει στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης και γίνεται μέλος του ΕΑΜ. Την ίδια ακριβώς περίοδο γίνεται και μέλος του ΚΚΕ και ταυτόχρονα εντάσσεται στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, παρά το γεγονός ότι είχε τυπώσει ως τότε μόνο ένα βιβλίο, το “Μαραμπού”, ενώ το όριο ήταν τα τρία βιβλία.
Από το 1954 μέχρι και το 1974, ταξιδεύει διαρκώς με πολύ μικρά διαλείμματα, ενώ μέσα στη χρονική αυτή περίοδο, τα πιο σημαντικά γεγονότα στη ζωή του ποιητή αφορούν στο θάνατο του μικρού του αδερφού, Αργύρη, ο οποίος αυτοκτόνησε μέσα στην καμπίνα του το 1957, την κυκλοφορία της «Βάρδιας» στα γαλλικά το 1959, την επανέκδοση του «Μαραμπού» και του «Πούσι» το 1961.
(φωτογραφία από το βιβλίο του Μιχάλη Γελασάκη Νικος Καββαδίας / ο αρμενιστής ποιητής, εκδόσεις ΑΓΡΑ 2018)
Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, και συγκεκριμένα το 1954, συνέβη ένα ατυχές περιστατικό στο “ποστάλι” (καράβι μικρών αποστάσεων, επιβατηγό), που εργαζόταν, όταν ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης που ταξίδευε με αυτό, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού δεν μπήκε στον κόπο να τον χαιρετήσει, γεγονός που πίκρανε τον Καββαδία που θεώρησε ότι η λογοτεχνική γενιά του ’30 στην οποία και ανήκε, τον υποτιμούσε.
Ο Νίκος Καββαδίας αφήνει την τελευταία του πνοή το 1975, στην Αθήνα, στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι», χωρίς να προλάβει να δει τυπωμένη την ποιητική συλλογή “Τραβέρσο” την οποία ετοίμαζε από καιρό. Κηδεύτηκε στο Α΄Νεκροταφείο παρουσία πολλών ανθρώπων των γραμμάτων και της τέχνης.
Τα ποιήματα του Νίκου Καββαδία, ενέπνευσαν συνθέτες της εποχής οι οποίοι και τα μελοποίησαν, κάνοντάς τον έτσι ευρύτερα γνωστό μέσω των τραγουδιών που σημείωσαν μεγάλη επιτυχία, αλλά και σκηνοθέτες/ντοκιμαντερίστες που αφιέρωσαν ταινίες στη ζωή και το έργο του.
Η σχέση του με το Ηράκλειο
Ο γνωστός αρχιτέκτονας του Ηρακλείου, Βασίλης Ζεβελάκης, κάνει συχνές αναφορές στο ιστολόγιό του alkman.gr στις παρουσίες του Νίκου Καββαδία στο Ηράκλειο. Ερχόταν κάθε Σάββατο με το πλοίο του και το τόπος συνάντησης ήταν η ταβέρνα της Μαρίας, στον παραλιακό.
(φωτογραφία από το βιβλίο του Μιχάλη Γελασάκη Νικος Καββαδίας / ο αρμενιστής ποιητής, εκδόσεις ΑΓΡΑ 2018)
Πέρασαν 40 χρόνια, πολύς καιρός – όμως η μνήμη συντηρεί τις εικόνες και τους στίχους του, τις ιστορίες, τους ήχους…
«Το ρυμουλκό σφύριξε τρεις και πάει για πέρα,
σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια…»
Θα ξανα-αναρτήσουμε κείμενα από το αφιέρωμα του alkman.gr, στις 10-Φεβρουαρίου του 1975 εφυγε για το τελευταίο ταξίδι,
ενώ ετοιμάζόταν για τις διαδρομές πρός το Ηράκλειο.
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΤΟΥ
Ο τελευταίος χρόνος ( 1974), ήταν για τον ποιητή της θάλασσας και των ταξιδιών, έτος έρωτος και αγάπης. Στις πολλές βιογραφικές εκδόσεις, στις αναμνήσεις και τα δημοσιογραφικά ρεπορτάζ, δεν σημειώνεται ιδιαίτερα το γεγονός-πέραν μιας αναφοράς στην Θ.Σ. και ένα δυο γράμματα προς αυτήν, θεωρείται μάλλον δευτερεύον το θέμα, ο ναυτικός έχει σε κάθε λιμάνι μιαν αγαπημένη -στο κάτω κάτω και ο Μαραμπού ήταν εκ πεποιθήσεως εργένης και για ορισμένους και…αντιφεμινιστής (περίπου μισογύνης!(*). Μα τι σημασία έχουν οι προσωπικές και οι πολύ ιδιαίτερες στιγμές του Νίκου Καββαδία αναρωτιέται ο Χ.Χ. φίλος μας, μήπως δεν πρέπει να εισβάλουμε στην προσωπική του ζωή και να παραβιάζουμε τα “απόρρητα” προσωπικά δεδομένα; Είναι μια άποψη που δεν στερείται σημασίας, μα δεν μπορεί να μας υποχρεώσει σε σιωπή: ο ποιητής δεν είναι ιδιώτης που χρειάζεται προστασία, είναι διακεκριμένη προσωπικότητα που συγκεντρώνει τον γενικό θαυμασμό και το έντονο ενδιαφέρον, θέλουμε να μάθουμε για το βίο και την πολιτεία του κάθε λεπτομέρεια, για την επαγγελματική του κατάσταση , την πολιτική στάση του και τη συναισθηματική του ζωή. Ο Μαραμπού δεν είναι πολιτικός ή επιστήμων ή βεντέτα του αθλητισμού ή του (λαϊκού)πενταγράμμου, για να είναι στην πρώτη γραμμή θέματα που αφορούν σε διάφορους τομείς, σε τεχνικές και οικονομικά ή κοινωνικά ή θρησκευτικά δεδομένα. Είναι ποιητής, και η σοφία και το συναίσθημα δένονται αρμονικά για να δώσουν στίχους που απευθύνονται σε ναυτικούς και στεριανούς, σε νέους και γέρους σε άντρες και γυναίκες. Μας ενδιαφέρουν οι γνώσεις οι εμπειρίες του, η συναισθηματική του ζωή. Και τον τελευταίο χρόνο των ταξιδιών του στην Κρήτη, ο θαλασσινός που δεν στέριωσε σε καμιάν αγκαλιά, που τον έρωτα τον έζησε κυνηγώντας το όνειρο σε πληρωμένους έρωτες , βρέθηκε σε άγνωστη μεγάλη θάλασσα αισθημάτων. Η νεράιδα που φανταζόταν και σχεδίασαν στο μπράτσο του στην Ανατολή(“μια γριά στο Ανάμ, κεντήστρα στίγματος”-Μαραμπού σελ. 29), ζωντάνεψε από τη σάρκα και τα οστά του κι έπεσε στα γαλάζια νερά του Αιγαίου και τον προσκαλούσε και τον ήθελε. Οι επιφυλάξεις δεν τον συγκράτησαν, έπεσε κι αυτός στον γαλάζιο πόντο. Ο Έρωτας που καθυστέρησε δεκαετίες είχε φτάσει κι η ποίηση ο φύλακας άγγελός του, προσπαθούσε να τον σώσει για άλλην μια φορά. Από τα νιάτα του αγωνίσθηκε να επιβιώσει, πάλεψε με νύχια και με δόντια, τα κατάφερε μα ήταν πολλές και σημαντικές οι “αβαρίες”. Ο αγάπη έβρισκε κάποιο χώρο σε στίχους του που περιγράφουν ιστορίες ναυτικών, αλλά διαπερνούσε και έδενε το ένα με τ’ άλλο πολλά (τα καλύτερα ίσως)ποιήματα του, σαν χρυσή αλυσίδα πολύτιμες πέρλες. Ο έρωτας εκφυλλιζόταν στα λιμάνια με “τα κρεβάτια τα σαραβαλιασμένα-με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα (Τραβέρσο, σελίδα 36 -7.2.1975).
Η Μοίρα είχε σχέδια για το ναύτη που κτυπούσε τον κώδικα Μορς στον ασύρματο των πλοίων που υπηρετούσε, ο μικρόσωμος “μαρκόνης” με το καθαρό λαμπερό βλέμμα, δεν είχε γεράσει παρά τα 60 και περισσότερο χρόνια του και τα 45 πάνω κάτω έτη της επαγγελματικής του ζωής κι ήταν “έτοιμος από καιρό” να υποδεχθεί την πριγκίπισσα των ονείρων του.
Και στα 1973 ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, όταν η Ελλάδα μετρούσε με αγωνία τους τελευταίους της μήνες της δικτατορίας, μια ξανθή νεράιδα του έγνεφε από στον Παγασητικό Κόλπο. Αισθάνθηκε αμέσως την ευεργετική ακτινοβολία της και γρήγορα κατάλαβε ότι ο έρωτας, η αγάπη , του προσφερόταν στο ίδιο πακέτο (όπως θα΄λεγε ο εντεκάχρονος μικρός φίλος μου Στέργιος Κ.) “αυτό που φοβόμουν και λαχταρούσα έγινε” θα μονολόγησε. Ανταποκρίθηκε, ήξερε και πέρασε ότι και κάθε κοινότατος ερωτευμένος θνητός. Ο Μαραμπού ήταν γνήσιος ποιητής, έπαιζε με τη ζωή του στους στίχους του, εργάτης της θάλασσας, της σκληρής ζωής, στις κουβέρτες των πλοίων και στα λιμάνια και τα καπηλιά έψαχνε τα πρόσωπα των ηρώων του, έβρισκε τα ινδάλματα της ποίησης του. Η λαϊκότητα ήταν αυθεντική και την ανακαλύπτουμε στα ποιήματά του και (όχι μόνο) αυτή τα καθιστά προσιτά και αγαπητά σε όλους. ( στο πρώτο βιβλίο του , με τον δεκαπεντασύλλαβο που είναι πιο κοντά στο δημοτικό τραγούδι παρά στη λόγια ποίηση, η στιχουργική αρτιότητα πλησιάζει τον Βιτσέντζο Κορνάρο και τον Ερωτόκριτο(1).
Στα ταξίδια του 1974, από την Άνοιξη έως το Φθινόπωρο, ο Μαραμπού περνούσε από το Ηράκλειο κάθε Σάββατο και έμενε αρκετές ώρες, με συντροφιά πάντα-χωρίς εξαίρεση, φίλους που τον περίμεναν. Δεν άργησε να συνδεθεί με όλους, κέντρο μιας συνεκτικής συντροφιάς, πρόσφερε την σοφία και την ευαισθησία του χωρίς καμιά περίσκεψη-σπάταλος από φυσικού του. Μα μπορούσε και να μιλάει ελεύθερα, μακριά από τα κουτσομπολιά της πρωτεύουσας, για πολύ προσωπικά του ζητήματα. Ο έρωτας που συνόδευε η επηρέαζε καθοριστικά τους ήρωές των στίχων του, είχε εισβάλλει στην καθημερινή του ζωή, ήταν στο κέντρο του βίου του. Η ποίηση η μεγάλη αγαπημένη, άφηνε χώρο, να περάσει το “κοριτσάκι” του , γράφει από το Ηράκλειο το Σάββατο 27.7.74, τι σημαίνει, τι είναι γι αυτόν :“η λαμπάδα της πίστης μου. Ανοιχτό σημάδι του έρωτα μου. Όνειρο και τροφή της παραφροσύνης μου”(2).
Ο ώριμος ναύτης, ήξερε πολλά μα δεν υπολόγιζε και τίποτα. Δεν δίστασε να ταξιδέψει στις μακρινές επικίνδυνες θάλασσες, για το μεροκάματο – δεν σταμάτησε γιατί κανείς δεν του χάρισε τίποτε – δεν θα καταδεχόταν και να πάρει -μετά από 45 χρόνια στη θάλασσα, με την έγνοια αυτών που πρέπει να βοηθά: “μετάνιωσα που σου έστειλα τόσα λίγα λεφτά.(…)Δεν υπολόγισα καθόλου τα έξοδά μας. Όμως αυτά που θα φέρω γυρίζοντας θα τα βάλουμε κάτω , να πληρώσουμε τα χρέη μας”.(3)
Τώρα είχε φτάσει η πιο δύσκολη περίσταση, το πλαίσιο που έμοιαζε αιώνιο άλλαζε τελείως, η οικογένεια, η αδελφή που ήταν και ο πιο στενός επιστήθιος φίλος,σαν να απομακρυνόταν γρήγορα, χωρίς να ναι (να συμβαίνει) τίποτα το δραματικό. Γνώριζε, δεν χρειαζόταν η τόση πείρα του, πως τα λουλούδια που άνθιζαν γύρω του, οι μαγικές εικόνες που τον κατάκλυσαν, οι ηδονικές μελωδίες που αντηχούσαν παντού, απαιτούσαν, χρειαζόταν πολλές δυνάμεις, καταλάβαινε πως δεν θα άντεχε για πολύ.
Η Άνοιξη του 1974 έφερε τον Μαραμπού στην Κρήτη, γεμάτο από αισθήματα και τραγούδια. Αυτός που από το 1954 δεν είχε εκδώσει ούτε μονόφυλλο, που έγραφε στις 17.12.1965 στην αδελφή του Τζένια”τότε γιατί δεν δοκιμάζω την πέννα; Γιατί τη φοβάμαι, επειδή νομίζω πως δεν μπορώ,γιατί πιστεύω πως η τεμπελιά την έχει σκουριάσει”(4) άρχισε να γράφει με ένταση. Η έμπνευση είχε επιστρέψει (η πέννα έκαιγε, είχε εξαφανισθεί η σκουριά), η σιωπή του ποιητή είχε τελειώσει πια, η ποίηση πάλι συμπαραστάτης και βοηθός μα και πολύ απαιτητική – σαν νόμιμη σύζυγος, δεν έδινε τίποτα χωρίς να πάρει.
Ο Καββαδίας έγραψε το καλύτερο (για πολλούς) ερωτικό του ποίημα ( Fata Morgana) το καλοκαίρι της χρονιάς αυτής, είναι σαν σύνοψη των ερωτικών του εμπειριών και περίληψη των επιστολών που γράφει “εν πλω”, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τις τρεις που δημοσίευε ο Τάσος Κόρφης, στο βιβλίο του που συμβάλλει στην μελέτη της ζωής και του έργου του. Ενώ δεν αλλάζει το ύφος και το στυλ του, ο λεγόμενος “τρόπος”, μανιέρα του Μαραμπού, τίποτε δεν είναι σαν και πρώτα. Η απλότητα και η “ρεαλιστική γραφή” δίνει τη θέση της σε μια σύνθετη εικονογράφηση, με σουρεαλιστικά και συμβολικά στοιχεία, η παλέτα του έχει εμπλουτισθεί, σε χρώματα και αποχρώσεις, οι ήχοι, οι μελωδίες του, ακολουθούν ασθματικές συγχορδίες.
(…)
Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός
δόξα του κρύσταλλου, κρασί απ΄τη Σαντορίνη
Ο ασκός να ρέει, κι ο Απόλλωνας βοσκός
να κολυμπάει τα βέλη του με διοσκουρίνη.
(…)
Πουθ΄ έρχεσαι; Απ΄τη Βαβυλώνα.
Που πας; Στο μάτι του Κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πως τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.”
Μιλούσε με ένεση στους φίλους της Κρήτης για την νέα του κατάσταση, για τα προβλήματα που είχε μια τέτοια σχέση, λόγω ηλικίας και συνήθειας . Δεν ήταν γέρος, δεν μπορούσε κανείς να προσδιορίσει τα χρόνια που τον βάραιναν, μεσήλικας θα λέγαμε, ευχάριστος και χαριτωμένος. Ας ήταν σαν τον πατέρα μου, γεννημένοι την ίδια χρονιά, με λίγα μαλλιά , το ίδιο μπόι και βάρος, δεν έμοιαζαν καθόλου. Ήταν ζωντανός,κινητικός, ακούραστος, δεν φοβόταν ένα παραπάνω ποτηράκι ρακί, άνοιγε τη ζωή του στους άλλους και έπαιρνε αν νόμιζε ότι κάτι αξίζει τον κόπο. Ήταν νέος έτσι που ένοιωθε και ζούσε και απολάμβανε κάθε στιγμή, ο ερωτευμένος ραδιοτηλεγραφητής. Μετέδιδε στους νεότερους γύρω του, κέφι και ζωντάνια και σαν ποιητής πρόσφερε τα δώρα της τέχνης του και σαν καλός δάσκαλος, το απόσταγμα της σοφίας του. Όποιος τον πλησίασε τότε, στην Κρήτη που έβγαινε μαζί με τη χώρα, από τον λήθαργο(εφιάλτη) της δικτατορίας, “έπαθε κι έμαθε”όπως θα έλεγαν κάποτε. Ο βιοπαλαιστής της θάλασσας, δεν ήταν ο εστέτ των σαλονιών, ο σνομπ της υψηλής τέχνης, ήταν ο ποιητής της θάλασσας, των ταξιδιών και των ονείρων. Στην πιο σημαντική περίοδο του βίου του έφτασε στα ακρογιάλια του νησιού μας, Στην Κρήτη το νησί των θεϊκών ερώτων, ο Μαραμπού κουβαλούσε το κοριτσάκι του, στο μυαλό και την καρδιά του, παντού όπου πήγαινε, γινόταν κι αυτή μέλος της μεγάλης συντροφιάς μας. Την γνωρίσαμε, την συμπαθούσαμε και την θαυμάζαμε, ο καθένας μας είχε τη δική του εικόνα γι αυτήν, σχεδιασμένη από τον ποιητή. Κανείς δεν παραξενευόταν, τίποτα δεν μας φαινόταν αφύσικο, ας προβληματιζόταν ο Μαραμπού, ας τον έκαιγαν σκέψεις κι αισθήματα.
Το κοριτσάκι του δεν ήταν ένα τυχαίο πλάσμα, μια μαθήτρια Λυκείου που συνάντησε σε κάποιο μπαρ ενός λιμανιού. Ήταν πτυχιούχος της φιλολογίας, που ολοκλήρωνε τις σπουδές της, με γνώσεις και αγάπη στην ποίηση, μια ολάνθιστη αμυγδαλιά τον χειμώνα εκείνο, στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης.(5) Η ιδανική ύπαρξη, που έπρεπε κάποτε να ρθει, είχε φτάσει, ήταν αληθινή – όσο μπορεί κανείς να είναι βέβαιος. Η ανατροπή ήταν αναπόφευκτη, “ένα ποτάμι με ζεστή λιωμένη πίσσα/άγριο ακαταμάχητο απειλητικό”(4) μα τίποτα δεν ήταν πιο συγκινητικό, πιο όμορφο, πιο ακαταμάχητο. Αν άλλαζαν τα πάντα δεν τον ένοιαζε για τον εαυτό του, μα είχε και υποχρεώσεις πολύ βαριές. Προσπαθούσε να βρει λύσεις, αυτός ο πολύπειρος των πέντε θαλασσών και των έξι ηπείρων, τα’ χανε σε απλές προσθέσεις και πολλαπλασιασμούς. Μιλούσε στους νέους κρητικούς φίλους του, για λεπτομέρειες συναισθηματικές και τους καθόλου κομψούς ή έξυπνους χειρισμούς του. Ζητούσε γνώμες που ήταν αδύνατον να πάρει και άκουγε προσεκτικά όποιον ήθελε κάτι να πει, άσχετον συνήθως. Έτσι περνούσε το καλοκαίρι του 1974 στα ταξίδια στο Αιγαίο και τις στάσεις στην Κρήτη – η ζωή του μετρούσε εντυπώσεις σχέσεις και στάδια, μια καμπή είχε σημειωθεί, ας μην είναι αυτοκινητόδρομος η ανοικτή θάλασσα. Έγραφε ασταμάτητα, στίχους και επιστολές, μα δεν ήταν πια τα ίδια πρόσωπα, ούτε στις αφιερώσεις ούτε στους παραλήπτες. Η νεράιδα του παραμυθιού, που είχε πια ονοματεπώνυμο, αναφερόταν στις προμετωπίδες των στίχων και στους παραλήπτες των αεροπορικών φακέλων των επιστολών.
Και σταματούσε πάντα κάθε Σάββατο απόγευμα, στην πλατεία Δασκαλογιάννη του Ηρακλείου, στο κεντρικό ταχυδρομείο, για το τακτικό γράμμα στο κοριτσάκι του. Ήταν συνήθως κεφάτος, μετά από αρκετά ποτά και καλούς μεζέδες και κανείς δεν ρωτούσε, το πως και γιατί- ήταν τόσο καθιερωμένο και αυτονόητο το γράμμα του Σαββάτου.
Δεν υπήρχε η παραμικρή περιέργεια από κανέναν για το περιεχόμενο των επιστολών, αργότερα μετά από 16 χρόνια διαβάσαμε στο βιβλίο του Τάσου Ρομποτή, ένα από τα γράμματα αυτά, που ταχυδρομήθηκε από το Ηράκλειο το Σάββατο 18.5.1974:
Μ/S Aquarius
Σαββατο 18-5-1974
Μ΄ ακολουθάς στο Αιγαίο.Τρυφερό πλάσμα, κοριτσάκι αγαπημένο. Ξαναβρίσκω κοντά σου καινούργιαν αφή, γεύση, όραση καινουργια. Περνάω από εποχές που δεν γνωρισα:νηπιακηηλικια σφηβία. Μετανιωμένος σα δαρμένο σκυλί για ότι αποστράφηκα, για ότι περιφρόνησα κάνοντας τον παληκαρά και το μάστορα εκεί που δεν έπρεπε. Δεν ξόδεψε τίποτα ταξιδεύοντας, γιατί νόμζα πως δεν είχα τίποτα. Όχι από τσιγκουνιά, από άγνοια.(…)
Σε φιλώ δυνατά
Κόλιας
Άλλο ένα γράμμα μετά από ένα περίπου μήνα:
Μ/S Aquarius
Από Ηράκλειο γαι Ρόδο, Σάββατο 27.7.1974
Κοριτσάκι μου.
Θαλασσωμένο αποψε το Αιγαίο. Το ίδιο και εγώ.(…)Η παρηγοριά μου η «ώρα» σου. Η λύπη μου ότι δεν κυβέρνησα ουτε στιγμή το καταπληκτικό θαλασσινό σκαρί, κορμί Σου. Από δειλία κια ατζαμοσύνη σήκωσα το κόκκκινο σινιάλο της Ακυβερνησίας. Είδα χθες, πολλές φορές την κοπέλα της πλώρης: λυσίκομη φιγούρα να σκοτεινιάζει, να θέλει να κλάψει. Σα να χε πιστέψει για πρώτη φορά ότι πέθανε ο Μεγαλέξαντρος, όμως το καρχηδόνιο επίχρισμά του έμενε το ίδιο λαμπρό. Με το αυτοκρατορικό κάλυμμά του. Κόκκινο της Πομπηίας, Rosso Romano, πορφυρό της Δαμασκός. Βελούδο που σκεπάζει το ιερό δισκοπότηρο. ‘Οστρακο ωκεάνεια αλμυρό. Κρασί βαθυκόκκινο που δίνει δόξα στοκρύσταλλο. Πληγή από κοπίδι κινεζικο. Αστραπή.Βυσσινί ηλιοβασίλεμα (…)
Σε αγκαλιάζω Κόλιας
Μετά από τριάντα έξι πια χρόνια, ξαναδιαβάζουμε για πολλοστή φορά τα ίδια βιβλία , τους στίχους και τα λίγα ερωτικά γράμματα του ποιητή- όταν δεν μας κατακλύζουν οι μουσικές και τα όργανα, που ανεξέλεγκτα δοκιμάζουν το ταλέντο πολλών και την δική μας αντοχή . Συλλογιζόμαστε το “ναύτη που μετρά το άσπρο χαλίκι” , ο Μαραμπού δεν ήταν ένας από μας, μα ο ποιητής των οριζόντων που λαχταρούσαμε. Στους τελευταίους μήνες είχε βρει τον κομμένο κάβο της έμπνευσης, η καλή νεράιδα των ερώτων, έδεσε με ναυτικό κόμπο τις δυο άκρες – και επιχείρησε το τελευταίο κρίσιμο δημιουργικό του ταξίδι, να γράψει όπως αισθανόταν, χωρίς ψεύτικες ντροπές και περιττές σεμνοτυφίες. Έχουμε διαβάσει σημαντικά ερωτικά ποιήματα και επιστολές των μεγάλων της λογοτεχνίας μας, από τον Ελύτη έως τον Σεφέρη και τον Σικελιανό, ποιος δεν θυμάται την “ Μαρίνα των βράχων “και το ναύτη ποιος δεν σημείωσε την ελευθεριότητα της έκφρασης του Νομπελίστα του 1963, στις επιστολές στη Μαρώ; Ο Καββαδίας ξεχωρίζει, από όλους και γιατί είναι και από άλλη “φάρα” κατηγορία, τάξη(6). Η υψηλή (οικονομικά) καταγωγή του δεν τον προστάτευσε από την πολύ σκληρή βιοπάλη – που τον τοποθέτησε στους ναύτες για δέκα χρόνια και σε λίγο καλύτερη κατάσταση μετά(ασυρματιστής). Τα ερωτικά του ποιήματα, δεν ξεχωρίζουν από τα γράμματα και εκφράζουν τον παθιασμένο έρωτα του ναύτη, την σωματική σαρκική σχέση, την ηδυπάθεια και τη λαγνεία – δεν υπάρχουν όρια και γραμμές. Ο πληρωμένος έρωτας, είναι μια καταφυγή στο λιμάνι, ο κίνδυνος δεν τον σταματά, η σωματική επαφή υποκαθιστά την ψυχική σχέση-γίνεται εύκολα πάθος και διαστροφή – ο Μαραμπού γνωρίζει πόση ανθρωπιά και αθωότητα κρύβεται “στις κάμαρες τις στενές, μικρές, σαν όλες βρωμερές” και την έκανε τραγούδι. Όμως όταν συνάντησε τον αληθινό έρωτα, όταν η αγάπη πρόβαλε , ο ντελικάτος και λεπταίσθητος διανοούμενος , μπορούσε πια να μιλήσει πιο καθαρά και άμεσα , να δώσει εικόνες και αισθήματα που να συγκινούν πιο πολύ τους ανθρώπους- ο ναύτης και ο ποιητής ταυτίστηκαν, ο εργάτης και ο σκεπτόμενος ήταν το ίδιο πρόσωπο, ο ένας δάνειζε στον άλλον και το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικό.
Η “ψυχή” του είχε ανοίξει τα μάτια της όπως στο μύθο του Απουλήιου (Μεταμορφώσεις, “έρως και ψυχή”) και η ομορφιά ήταν απερίγραπτη.
(όπως και οι κίνδυνοι, μόνο στα παραμύθια υπάρχει ευτυχές τέλος (7)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
(*). Φ.Φιλίππου: «Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας» σελιδα 142/…Η Ελένη Χαλκούση(…)ταξίδευε μαζί του συχνά και τον γνώρισε επαρκώς. Προικισμένη με έμφυτο χάρισμα της διαίσθησης-κατι που λείπει από τους άντρες-δεν δίστασε να τον χαρακτηρίσει μισογύνη, κρίνοντά τον από τα βιβλία του και τις προφορικές αφηγήσεις του…(της είχει αφιερώσει το ΠΟΥΣΙ)
1. Η στιχουργία και η γλώσσα του Κορνάρου, είχαν οδηγήσει τους πρώτους μελετητές στο συμπέρασμα ότι ότι ο ποιητής είναι κοντά στο δημοτικό τραγούδι. Ακόμα κι ο Σεφέρης είχε επιφυλάξεις για την επίδραση του περιβάλλοντος στην διαμόρφωση της ποιητικής γλώσσας του Ερωτόκριτου. Στοιχεία και αντιστοιχίες υπάρχουν στον Καββαδία, αλλά ισχύουν σχεδόν όλα τα επιχειρήματα που διατύπωσε ο Στ.Αλεξίου για να αποδείξει ότι είναι έντεχνη (λόγια καλύτερα) η δημιουργία Βιτσέντζου Κορνάρου.
2. Από επιστολή του ποιητή
3.Οι οικονομικές δυσκολίες φαίνεται να τον ακολουθούν πάντα. Δεν πήρε οικονομικές ενισχύσεις η καλλιτεχνικές συντάξεις. Όταν έγιναν γνωστές οι επιχορηγήσεις FORD (εποχή συνταγματαρχών)-δυο συνήλικοι του ο Οδυσσέας Ελύτης και ο φίλος του Στρατής Τσίρκας είχαν πάρει ενισχύσεις οικονομικές. Δεν εξέφρασε γνώμη για τον ποιητή των «Προσανατολισμών», ενώ δικαιολόγησε τον συγγραφέα του» Πολιτικού ΚΑΒΒΑΦΗ»και της τριλογίας, «‘έχει σοβαρά προβλήματα» είπε.
4. ΤΡΑΒΕΡΣΟ, Fata morgana, τέταρτο τετράστιχο
5. Η πληροφορία προέρχεται από το βιβλίο του Τ.Κόρφη για τον Καββαδία (καταγραφή σελ.80) και ελέγχεται για την ακρίβειά της – ίσως η γνωριμία έγινε νωρίτερα.
6.Ας μην θεωρηθεί «ιεροσυλία» η σύγκριση με τους μεγάλους της λογοτεχνίας μας , ο Νίκος Καββαδίας είναι ποιητής αξιόλογος, το μέγεθός του θα εκτιμηθεί από τον μόνο αδέκαστο κριτή : το χρόνο.
7.Για ενδιαφερόμενους, το εξαιρετικό παραμύθι υπάρχει και στην «Ελληνική Μυθολογία», στον τόμο «¨Ηρωες» σελ.341- που επόπτευσε ο Ι.Θ.Κακριδής